- κυματοειδῶς
- κυματοειδήςlike wavesadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυμαίνω — (AM κυμαίνω) [κύμα] 1. (για θάλασσα) υψώνομαι σε κύματα, κυματίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω («ὑπό πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα», Ομ. Οδ.) 2. (για γραμμή στρατιωτών) κινούμαι όπως το κύμα, ελίσσομαι, κινούμαι κυματοειδώς («τῆς δ ὑφ αὑτῷ στρατιᾱς τὸ… … Dictionary of Greek
κυματοειδής — ές (Α κυματοειδής) αυτός που έχει σχήμα ή μορφή κύματος, αυτός που μοιάζει με κύμα αρχ. θυελλώδης, τρικυμιώδης. επίρρ... κυματοειδώς (Α κυματοειδῶς) με κυματοειδή τρόπο, σαν κύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + ειδής] … Dictionary of Greek
κυματίζω — (AM κυματίζω) [κύμα] προκαλώ κυματισμό, σηκώνω κύματα, κάνω κύματα νεοελλ. μτφ. κινώ κάτι ή κινούμαι κυματοειδώς («η σημαία κυματίζει») μσν. 1. χτυπώ, προσκρούω 2. (για τα μάτια) ανοιγοκλείνω γνέφοντας, παιχνιδίζω 3. φρ. «κυματίζω τὴν γλῶσσάν… … Dictionary of Greek
κυματηδόν — (Μ) όπως τα κύματα, σαν κύμα, κυματοειδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου, κατά το πρηνη δόν (πρβλ. σωρη δόν, βαθμη δόν)] … Dictionary of Greek
κυματιστός — ή, ό [κυματίζω] αυτός που εμφανίζει κυματισμό, αυτός που κινείται κυματοειδώς, κυματοειδής (α. «έχει κυματιστά μαλλιά, ούτε ίσια ούτε σγουρά» β. «ξέχειλο απ τ αστάχινο κυματιστό χρυσάφι και το πιο παραρριχτό βραχόσπαρτο χωράφι», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
κυματώδης — ες (Α κυματώδης, ῶδες) αυτός που έχει πολλά και μεγάλα κύματα, φουρτουνιασμένος («αύριο η θάλασσα θα είναι κυματώδης») αρχ. 1. (για τόπο) αυτός που πλήττεται από κύματα 2. μτφ. (για τον σφυγμό) αυτός που παρουσιάζει αυξομειώσεις, κυμαινόμενος… … Dictionary of Greek
κυματώνω — (AM κυματῶ, όω) [κύμα] νεοελλ. 1. προκαλώ κυματισμό σε κάτι, τό κυματίζω ή κινούμαι κυματοειδώς 2. είμαι γεμάτος από κάτι, ξεχειλίζω, χύνω («πού κείνοι απού τα χείλη τως μέλι εκυματούσα», Ερωφ.) μσν. αρχ. 1. υψώνομαι σε κύματα («ὁ ποταμὸς… … Dictionary of Greek
σουπιά — (sepia). Κοινό όνομα δεκάποδων κεφαλόποδων μαλάκιων, της τάξης των δεκάποδων της υφομοταξίας των διβραγχιωτών, του οποίου το επιστημονικό όνομα είναι σηπία. Ένα από τα κοινότερα είδη σ. είναι η σ. η φαρμακευτική (sepia qfficinalis), την οποία θ’… … Dictionary of Greek